ξυλουργία: Difference between revisions
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῠλουργία:''' ἡ, [[κατεργασία]] ξύλου, ξυλουργική [[τέχνη]], [[εργασία]] μαραγκού, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ξῠλουργία:''' ἡ, [[κατεργασία]] ξύλου, ξυλουργική [[τέχνη]], [[εργασία]] μαραγκού, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξυλουργία:''' ἡ обработка дерева, плотницкое мастерство Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A working of wood, carpentry, A.Pr.451, IG12.347.35.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, Bearbeitung des Holzes, Aesch. Prom. 449.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλουργία: ἡ, ἡ τοῦ ξύλου ἐργασία, τεκτονική, ξυλουργική, Αἰσχύλ. Πρ. 451.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de travailler le bois, profession de menuisier, etc.
Étymologie: ξυλουργέω.
Greek Monolingual
η (Α ξυλουργία) ξυλουργός
η τέχνη της κατεργασίας του ξύλου, ξυλουργική.
Greek Monotonic
ξῠλουργία: ἡ, κατεργασία ξύλου, ξυλουργική τέχνη, εργασία μαραγκού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ξυλουργία: ἡ обработка дерева, плотницкое мастерство Aesch.