οἰνόεις: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνόεις:''' -εσσα, -εν ([[οἶνος]]), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για [[κρασί]]. | |lsmtext='''οἰνόεις:''' -εσσα, -εν ([[οἶνος]]), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για [[κρασί]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οἰνόεις]], εσσα, εν [[οἶνος]]<br />of or with [[wine]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 10 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of or with wine ; v. οἰνοῦττα.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνον ἢ πλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att. ἡ οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d’orge, d’eau, d’huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.
Greek Monolingual
οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Greek Monotonic
οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.