ὀπισθοφύλαξ: Difference between revisions
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπισθοφύλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί τα [[νώτα]]· <i>οἱ ὀπισθοφύλακες</i>, [[οπισθοφυλακή]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀπισθοφύλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί τα [[νώτα]]· <i>οἱ ὀπισθοφύλακες</i>, [[οπισθοφυλακή]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπισθοφύλαξ:''' ᾰκος adj. находящийся в арьергарде (ὁπλῖται Xen.).<br />ᾰκος ὁ солдат арьергарда Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A one who guards the rear : οἱ ὀ. the rearguard, ib.4.1.6, Ph.2.121, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ακος, ὁ, der Wächter hinten, bes. beim Heere, zur Nachhut, zum Nachtrab gehörig, Xen. An. 4, 7, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὸ ὄπισθεν μέρος, οἱ ὀπισθοφύλακες, οἱ τὴν ὀπισθοφυλακὴν ἀποτελοῦντες, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
soldat ou troupe d’arrière-garde.
Étymologie: ὄπισθεν, φύλαξ.
Greek Monolingual
ὀπισθοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οπισθοφύλακας.
Greek Monotonic
ὀπισθοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί τα νώτα· οἱ ὀπισθοφύλακες, οπισθοφυλακή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθοφύλαξ: ᾰκος adj. находящийся в арьергарде (ὁπλῖται Xen.).
ᾰκος ὁ солдат арьергарда Xen.