ὀξύγοος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[οξεία]], τσιριχτή [[φωνή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀξύγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[οξεία]], τσιριχτή [[φωνή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύγοος:''' (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύγοος Medium diacritics: ὀξύγοος Low diacritics: οξύγοος Capitals: ΟΞΥΓΟΟΣ
Transliteration A: oxýgoos Transliteration B: oxygoos Transliteration C: oksygoos Beta Code: o)cu/goos

English (LSJ)

ον,

   A shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.

Greek Monolingual

ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].

Greek Monotonic

ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).