παροίγνυμι: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παροίγνυμι:''' ή -[[οίγω]], μέλ. <i>-οίξω</i>, [[ανοίγω]] στο πλάι ή λίγο, [[μισανοίγω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· <i>παροίξας τῆς θύρας</i>, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''παροίγνυμι:''' ή -[[οίγω]], μέλ. <i>-οίξω</i>, [[ανοίγω]] στο πλάι ή λίγο, [[μισανοίγω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· <i>παροίξας τῆς θύρας</i>, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροίγνῡμι:''' (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:05, 31 December 2018
English (LSJ)
or παροίγω,
A open at the side or a little, half-open, πύλας E.IA857, παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.Pax30.
German (Pape)
[Seite 524] und παροίγω (s. οἴγνυμι), ein wenig, halb öffnen, Herm. h. Hom. Merc. 152; πύλας παροίξας, Eur. Iph. Aul. 857; σκέψομαι τῃδὶ παροίξας τῆς θύρας, Ar. Pax 30, welche Verbindung mit dem gen. Moeris für attisch erklärt; παρεῳγμένης τῆς θύρας, B. A. 60 für besser erkl. als παρανεῳγμένης.
Greek (Liddell-Scott)
παροίγνυμι: ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - Κατὰ τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.
French (Bailly abrégé)
f. παροίξω, pf. παρέῳγα;
entrouvrir, acc..
Étymologie: παρά, οἴγνυμι.
Greek Monolingual
και παροίγω Α
ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»].
Greek Monotonic
παροίγνυμι: ή -οίγω, μέλ. -οίξω, ανοίγω στο πλάι ή λίγο, μισανοίγω, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· παροίξας τῆς θύρας, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
παροίγνῡμι: (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).