παραφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[παραφέρω]], [[τοποθετώ]] [[εμπρός]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παραφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[παραφέρω]], [[τοποθετώ]] [[εμπρός]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραφορέω:''' (= [[παραφέρω]]<br /><b class="num">1)</b> 1) преподносить, подносить, подавать (τινί τι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> med. сносить в одно место, нагромождать ([[χύδην]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 01:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορέω Medium diacritics: παραφορέω Low diacritics: παραφορέω Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: paraphoréō Transliteration B: paraphoreō Transliteration C: paraforeo Beta Code: parafore/w

English (LSJ)

   A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215 :— Pass., Hdt.1.133.    2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.

German (Pape)

[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.

Greek Monotonic

παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παραφορέω: (= παραφέρω
1) 1) преподносить, подносить, подавать (τινί τι Arph.);
2) med. сносить в одно место, нагромождать (χύδην Plat.).