παρμόνιμος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρμόνιμος:''' [[πάρμονος]], ποιητ. αντί <i>παραμ-</i>.
|lsmtext='''παρμόνιμος:''' [[πάρμονος]], ποιητ. αντί <i>παραμ-</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''παρμόνιμος:''' 2, реже 3 дор. = [[παραμόνιμος]].
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρμόνιμος Medium diacritics: παρμόνιμος Low diacritics: παρμόνιμος Capitals: ΠΑΡΜΟΝΙΜΟΣ
Transliteration A: parmónimos Transliteration B: parmonimos Transliteration C: parmonimos Beta Code: parmo/nimos

English (LSJ)

πάρμονος, poet. for παρα-.

German (Pape)

[Seite 524] poet. statt παραμόνιμος, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. ἀντὶ παραμ-.

French (Bailly abrégé)

poét. c. παραμόνιμος.

English (Slater)

παρμόνῐμος
   1 abiding by c. dat. οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν pr. (P. 7.20)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παραμόνιμος.

Greek Monotonic

παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. αντί παραμ-.

Russian (Dvoretsky)

παρμόνιμος: 2, реже 3 дор. = παραμόνιμος.