πεντετριάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεντετριάζομαι:''' αποθ., [[κυριεύω]] [[πέντε]] φορές, σε Ανθ. | |lsmtext='''πεντετριάζομαι:''' αποθ., [[κυριεύω]] [[πέντε]] φορές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πεντε-τριάζομαι,<br />Dep. to [[conquer]] [[five]] times, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be conquered five times, AP11.84 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντετριάζομαι: ἀποθ., νικῶ πεντάκις κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.
Greek Monolingual
Α
παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + τριάζω «νικώ»].
Greek Monotonic
πεντετριάζομαι: αποθ., κυριεύω πέντε φορές, σε Ανθ.