πεπαρεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεπᾰρεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ μόνο στον Πίνδ., [[επιδεικνύω]], [[δείχνω]] (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''πεπᾰρεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ μόνο στον Πίνδ., [[επιδεικνύω]], [[δείχνω]] (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''πεπᾰρεῖν:''' [эол. inf. aor. 2] обнаружить, показать Pind.
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπᾰρεῖν Medium diacritics: πεπαρεῖν Low diacritics: πεπαρείν Capitals: ΠΕΠΑΡΕΙΝ
Transliteration A: pepareîn Transliteration B: peparein Transliteration C: peparein Beta Code: peparei=n

English (LSJ)

aor. 2 inf., only in Pi.P.2.57 (

   A v.l. πεπορεῖν, also cited by Hsch., who expl. πεπαρεῖν by ἐνδεῖξαι, σημῆναι, display, manifest ; and cites πεπᾰρεύσιμος· εὔφραστος, σαφής).

German (Pape)

[Seite 559] Pind. P. 2, 57, vorzeigen, zur Schau stellen, ein einzeln stehender äol. int. aor. II., den die Scholl. u. VLL. durch ἐνδεῖξαι, σημῆναι erklären, vielleicht nach Böckh verwandt mit dem lat. pareo. Andere wollten πεπορεῖν ändern als einen aor. II. zu πορέω. S. aber das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πεπᾰρεῖν: παλαιόν τι ἀπαρέμφ. ἀορ. β΄ ἀπαντῶν μόνον ἐν Πινδ. Π. 2.105 (μετὰ διαφ. γραφ. πεπορεῖν, μνημονευομένης καὶ ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ.: «πεπορεῖν· δοῦναι»)· ἀλλὰ τὸ πεπαρεῖν ἑρμηνεύει ὁ αὐτός: «ἐνδεῖξαι, σημῆναι», ὡσαύτως μνημονεύει: πεπᾰρεύσιμον· «εὔφραστον, σαφές»· ― τὸ ὄνομα τῆς νήσου Πεπαρήθου ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 poét.
faire pénétrer ; faire voir, montrer.
Étymologie: v. πείρω.

English (Slater)

πεπᾰρεῑν defect. aor.,
   1 show τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν (P. 2.57)

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πεπορεῑν Α
(στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η σύνδεση του τ. με το λατ. pāreo «φαίνομαι, εμφανίζομαι» προσκρούει στη μακρότητα του λατ. -ā-].

Greek Monotonic

πεπᾰρεῖν: απαρ. αορ. βʹ μόνο στον Πίνδ., επιδεικνύω, δείχνω (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πεπᾰρεῖν: [эол. inf. aor. 2] обнаружить, показать Pind.