πεντόργυιος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεντόργυιος:''' -ον ([[ὄργυια]]), αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] οργιές, σε Ανθ. | |lsmtext='''πεντόργυιος:''' -ον ([[ὄργυια]]), αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] οργιές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεντόργυιος:''' протяжением в пять оргий, т. е. саженей Xen., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of five fathoms, AP 11.87 (Lucill.) ; cf. πεντώρυγος.
German (Pape)
[Seite 559] von fünf Klaftern, Xen. Cyn. 2, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντόργυιος: -ον, ὁ πέντε ὀργυιῶν, Ἀνθ. Π. 11. 87· ὁ παλαιότερος Ἀττικ. τύπος ἦν πεντώρυγος, Ξεν. Κυν. 2, 5· ἴδε ἐν λέξ. δεκώρυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cinq brasses.
Étymologie: πέντε, ὄργυια.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ-όργυιος)].
Greek Monotonic
πεντόργυιος: -ον (ὄργυια), αυτός που αποτελείται από πέντε οργιές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πεντόργυιος: протяжением в пять оргий, т. е. саженей Xen., Anth.