περικωνέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κῶνος]]), [[αλείφω]] [[ολόγυρα]] με [[πίσσα]], [[περικωνέω]] τὰ ἐμβάδια, [[μελανώνω]] υποδήματα, τα [[μαυρίζω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περικωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κῶνος]]), [[αλείφω]] [[ολόγυρα]] με [[πίσσα]], [[περικωνέω]] τὰ ἐμβάδια, [[μελανώνω]] υποδήματα, τα [[μαυρίζω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικωνέω:''' ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.
German (Pape)
[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.
Greek Monotonic
περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περικωνέω: ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).