μελανώνω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

και μελανώ (ΑM μελανῶ, -όω, Μ και μελανώνω) μέλας, -ανος]
καθιστώ κάτι μαύρο, μαυρίζω
νεοελλ.
1. κηλιδώνω, λερώνω κάτι με μελάνη
2. επαλείφω τυπογραφικά στοιχεία ή σφραγίδα με μελάνη
μσν.
μέσ. μελανοῦμαι, -όομαι και μελανώνομαι
α) είμαι μαύρος, μαυρίζω
β) σκοτεινιάζω.