περιξέω: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιξέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, ξύνω, [[γυαλίζω]] [[ολόγυρα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''περιξέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, ξύνω, [[γυαλίζω]] [[ολόγυρα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιξέω:''' обтесывать кругом (πέτρους Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A polish all round, Theoc.22.50, Supp.Epigr.4.446.13 (Didyma, iii B.C.), Gal.UP16.11:—Pass., Lib.Or.18.219. 2 scrape all round, Hp.Mul.2.144.
German (Pape)
[Seite 584] (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.
Greek (Liddell-Scott)
περιξέω: μέλλ. -έσω, ξέω ὁλόγυρα, Θεόκρ. 22. 50, Κλήμ. Ἀλ. 45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poli tout autour.
Étymologie: περί, ξέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια
2. στιλβώνω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»].
Greek Monotonic
περιξέω: μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περιξέω: обтесывать кругом (πέτρους Theocr.).