πέρσις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέρσις:''' ἡ ([[πέρθω]]), [[εκπόρθηση]], [[άλωση]], [[πέρσις]] Ἰλίου, [[ποίημα]] του Αρκτίνου, σε Αριστ.
|lsmtext='''πέρσις:''' ἡ ([[πέρθω]]), [[εκπόρθηση]], [[άλωση]], [[πέρσις]] Ἰλίου, [[ποίημα]] του Αρκτίνου, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέρσις -εως, ἡ [πέρθω] verwoesting.
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρσις Medium diacritics: πέρσις Low diacritics: πέρσις Capitals: ΠΕΡΣΙΣ
Transliteration A: pérsis Transliteration B: persis Transliteration C: persis Beta Code: pe/rsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πέρθω)

   A sacking, sack, π. Ἰλίου, name of a tragedy, Arist.Po.1456a16, 1459b6; of a poem by Lesches, Paus.10.25.5; by Stesichorus, Id.10.26.1.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, die Verwüstung, Zerstörung, Paus. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέρσις: ἡ, (πέρθω) ἐκπόρθησις, ἅλωσις, π. Ἰλίου, ποίημα τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 (ἔνθα γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
destruction d’une ville.
Étymologie: πέρθω.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α πέρθω
εκπόρθηση, άλωση.

Greek Monotonic

πέρσις: ἡ (πέρθω), εκπόρθηση, άλωση, πέρσις Ἰλίου, ποίημα του Αρκτίνου, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρσις -εως, ἡ [πέρθω] verwoesting.