πλῆντο: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(6) |
(nl) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλῆντο:''' γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του [[πίμπλημι]] και του [[πελάζω]]. | |lsmtext='''πλῆντο:''' γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του [[πίμπλημι]] και του [[πελάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλῆντο ep. indic. aor. med. 3 plur. van πίμπλημι. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
πλῆντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. τοῦ τε πίμπλημι καὶ τοῦ πελάζω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de πίμπλημι.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
πλῆντο: γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του πίμπλημι και του πελάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλῆντο ep. indic. aor. med. 3 plur. van πίμπλημι.