πλέγδην: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλέγδην:''' ([[πλέκω]]), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ. | |lsmtext='''πλέγδην:''' ([[πλέκω]]), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πλέκω]]<br />adv. entwined, entangled, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:35, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A entwined, APl.4.196 (Alc. Mess.), Opp.H.2.317.
German (Pape)
[Seite 628] adv., flechtweis, Opp. Hal. 2, 317.
Greek (Liddell-Scott)
πλέγδην: Ἐπίρρ., συμπεπλεγμένως, ἐμπεπλεγμένως, Ὀππ. Ἁλ. 2. 317, Ἀνθ. Πλαν. 196.
French (Bailly abrégé)
adv.
en entrelaçant.
Étymologie: πλέκω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή του -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγ-δην].
Greek Monotonic
πλέγδην: (πλέκω), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ.
Middle Liddell
πλέκω
adv. entwined, entangled, Anth.