πολυπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυπλάσιος:''' -α, -ον, μεταγεν. αντί <i>πολλα-[[πλάσιος]]</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυπλάσιος:''' -α, -ον, μεταγεν. αντί <i>πολλα-[[πλάσιος]]</i>, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπλάσιος -α -ον zie πολλαπλάσιος.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλᾰσιος Medium diacritics: πολυπλάσιος Low diacritics: πολυπλάσιος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: polyplásios Transliteration B: polyplasios Transliteration C: polyplasios Beta Code: polupla/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A = πολλαπλ-, AP6.152 (Agis), LXX 2 Ma.9.16, Alex.Aphr.de An. 123.33, Them.Or.6.74c.

German (Pape)

[Seite 668] = πολλαπλάσιος, als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ πολλαπλάσιος, Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― ἐντεῦθεν, πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ
πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλάσιος (πρβλ. πολλα-πλάσιος)].

Greek Monotonic

πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. αντί πολλα-πλάσιος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπλάσιος -α -ον zie πολλαπλάσιος.