πολύσπλαγχνος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύσπλαγχνος:''' -ον, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ευσπλαγχνία]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πολύσπλαγχνος:''' -ον, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ευσπλαγχνία]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύσπλαγχνος:''' весьма милосердный NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of great mercy, Ep.Jac.5.11.
German (Pape)
[Seite 673] sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπλαγχνος: -ον, = πολυεύσπλαγχνος, Ἐπιστ. Ἰακώβου ε΄, 11, Θεόδ. Στουδ. σ. 615.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très miséricordieux.
Étymologie: πολύς, σπλάγχνον.
English (Strong)
from πολύς and σπλάγχνον (figuratively); extremely compassionate: very pitiful.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].
Greek Monotonic
πολύσπλαγχνος: -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πολύσπλαγχνος: весьма милосердный NT.