πονηρόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πονηρόφῐλος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.
|lsmtext='''πονηρόφῐλος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πονηρόφῐλος:''' любящий негодяев (ἡ [[τυραννίς]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφῐλος Medium diacritics: πονηρόφιλος Low diacritics: πονηρόφιλος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: ponēróphilos Transliteration B: ponērophilos Transliteration C: ponirofilos Beta Code: ponhro/filos

English (LSJ)

ον,

   A fond of bad men, π. ἡ τυραννίς Arist.Pol.1314a1.

German (Pape)

[Seite 680] böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφιλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, πονηρόφιλος ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des méchants.
Étymologie: πονηρός, φίλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους πονηρούς, φίλος τών πονηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. χρηστό-φιλος].

Greek Monotonic

πονηρόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πονηρόφῐλος: любящий негодяев (ἡ τυραννίς Arst.).