πολυφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυφράδμων:''' -ον, = [[πολυφραδής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυφράδμων:''' -ον, = [[πολυφραδής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφράδμων:''' 2, gen. ονος Anth. = [[πολυφραδής]].
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφράδμων Medium diacritics: πολυφράδμων Low diacritics: πολυφράδμων Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: polyphrádmōn Transliteration B: polyphradmōn Transliteration C: polyfradmon Beta Code: polufra/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = πολυφραδής, A.R.1.1311, Opp.H.4.28, AP9.816, Tryph.455.

German (Pape)

[Seite 676] = πολυφραδής; Ἀφροδίτη, Opp. Hal. 4, 28; a. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1311; Nonn. D. 5, 135.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφράδμων: -ον, = πολυφραδής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1311, Ἁλ. 4. 24, Ἀνθ. Π. 9. 816.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (< φράζομαι), πρβλ. ομο-φράδμων.

Greek Monotonic

πολυφράδμων: -ον, = πολυφραδής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφράδμων: 2, gen. ονος Anth. = πολυφραδής.