πραΰνοος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱΰνοος:''' Ιων. πρηύ-, [ῠ], -ον, αυτός που έχει ήρεμο νου, ήσυχη [[σκέψη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πρᾱΰνοος:''' Ιων. πρηύ-, [ῠ], -ον, αυτός που έχει ήρεμο νου, ήσυχη [[σκέψη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱΰνοος:''' ион. [[πρηΰνοος]] 2 кроткий, мягкосердечный Anth.
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱΰνοος Medium diacritics: πραΰνοος Low diacritics: πραΰνοος Capitals: ΠΡΑΫΝΟΟΣ
Transliteration A: praǘnoos Transliteration B: praunoos Transliteration C: praynoos Beta Code: prau/+noos

English (LSJ)

Ion. πρηΰ-, ον,

   A of gentle mind, Orph.H. 69.13; κραδίη AP7.592, etc.; with v. l. πρηΰνομος, ib.9.769 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 696] sanftmüthig, s. die ion. poet. Form πρηΰνοος.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱΰνοος: Ἰων. πρηΰ-, [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πρᾶον νοῦν, διάθεσιν πραεῖαν, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 13, Ἀνθ. Π. 7. 592, κτλ.· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 769, μετὰ διαφ. γραφῆς πρηΰνομος.

Greek Monotonic

πρᾱΰνοος: Ιων. πρηύ-, [ῠ], -ον, αυτός που έχει ήρεμο νου, ήσυχη σκέψη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱΰνοος: ион. πρηΰνοος 2 кроткий, мягкосердечный Anth.