πουλύς: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πουλύς:''' πουλύ, Επικ. αντί [[πολύς]], [[πολύ]].
|lsmtext='''πουλύς:''' πουλύ, Επικ. αντί [[πολύς]], [[πολύ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πουλύς poët. voor πολύς.
}}
}}

Revision as of 08:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πουλύς Medium diacritics: πουλύς Low diacritics: πουλύς Capitals: ΠΟΥΛΥΣ
Transliteration A: poulýs Transliteration B: poulys Transliteration C: poulys Beta Code: poulu/s

English (LSJ)

πουλύ, Ion. for πολύς, πολύ, Ep., but not in Ion. Prose. πουμμά (ποῦμμα cod.): ἡ τῆς χειρὸς πυγμή, Hsch. πουνιάζειν· παιδικοῖς χρῆσθαι, πούνιον γὰρ ὁ δακτύλιος, Id.

German (Pape)

[Seite 691] neutr. πουλύ, ep. = πολύς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πουλύς: πουλύ, Ἰων. ἀντὶ πολύς, πολύ, Ἐπικ. ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἰώνων.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολύς.

English (Autenrieth)

see πολύς.

Greek Monolingual

-λή, -ύ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. πολύς.

Greek Monotonic

πουλύς: πουλύ, Επικ. αντί πολύς, πολύ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πουλύς poët. voor πολύς.