πρέσβις: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρέσβις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[πρεσβεία]], [[ηλικία]], <i>κατὰ πρέσβιν</i>, σύμφωνα με την [[ηλικία]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. | |lsmtext='''πρέσβις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[πρεσβεία]], [[ηλικία]], <i>κατὰ πρέσβιν</i>, σύμφωνα με την [[ηλικία]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρέσβις:''' <b class="num">I</b> ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.<br /><b class="num">II</b> ἡ старуха Aesop. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), εως, ὁ,
A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
πρέσβ-ις (B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία,
A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc. II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry). 2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.
Greek Monolingual
(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].———————— (II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικία («κατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].
Greek Monotonic
πρέσβις: ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβις: I ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.
II ἡ старуха Aesop.