προσχάσκω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] <i>προσκέχηνα</i>· [[χάσκω]] ή [[κοιτάζω]] με ανοιχτό το [[στόμα]] κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς [[ἐμοί]], μην προσπέσεις [[μπροστά]] μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] <i>προσκέχηνα</i>· [[χάσκω]] ή [[κοιτάζω]] με ανοιχτό το [[στόμα]] κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς [[ἐμοί]], μην προσπέσεις [[μπροστά]] μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-χάσκω, alleen aor. προσέχανον, conj. aor. 2 sing. προσχάνῃς, met open mond staan tegenover, aangapen, met dat.; met dat. en acc. v. h. inw. obj.: μηδὲ... χαιμαπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί roep mij niet ter aarde gestort geschreeuw toe Aeschl. Ag. 920.
}}
}}

Revision as of 08:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχάσκω Medium diacritics: προσχάσκω Low diacritics: προσχάσκω Capitals: ΠΡΟΣΧΑΣΚΩ
Transliteration A: proscháskō Transliteration B: proschaskō Transliteration C: proschasko Beta Code: prosxa/skw

English (LSJ)

aor. προσέχᾰνον: pf. in pres. sense προσκέχηνα:—

   A gape, or stare open-mouthed at one, μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, A.Ag.920.    2 gape eagerly at, be greedy for, τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς Plb.4.42.7; τῷ εἴδει τινός J.AJ11.3.5, cf. Ph.2.560.

Greek (Liddell-Scott)

προσχάσκω: ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) χάσκω πρός τι, εἶμαι ἄπληστος διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.

Greek Monolingual

Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα
2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»].

Greek Monotonic

προσχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, παρακ. με ενεστ. σημασία προσκέχηνα· χάσκω ή κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς ἐμοί, μην προσπέσεις μπροστά μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-χάσκω, alleen aor. προσέχανον, conj. aor. 2 sing. προσχάνῃς, met open mond staan tegenover, aangapen, met dat.; met dat. en acc. v. h. inw. obj.: μηδὲ... χαιμαπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί roep mij niet ter aarde gestort geschreeuw toe Aeschl. Ag. 920.