προεκλέγω: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προεκλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[συλλέγω]] χρήματα που δεν οφείλονται [[ακόμα]], σε Δημ. | |lsmtext='''προεκλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[συλλέγω]] χρήματα που δεν οφείλονται [[ακόμα]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεκλέγω:''' (за)ранее собирать, взыскивать, взимать (χρήματα προεξειλεγμένα Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A collect moneys before or in advance, [τὰ] προεξειλεγμένα D.18.234, 50.9; χρήματα π. ἀπὸ τῆς Ῥόδου App.BC5.2.
German (Pape)
[Seite 719] (s. λέγω), vorher auslesen, eincassiren, χρήματα ἦν προεξειλεγμένα, Dem. 18, 234, wie 50, 9.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλέγω: συλλέγω χρήματα πρὸ τοῦ καιροῦ, τὰ προεξειλεγμένα Δημ. 305. 18., 1209. 7· τὰ χρήματα π. ἀπὸ τῆς Ῥόδου Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 2.
French (Bailly abrégé)
percevoir par avance (de l’argent) acc..
Étymologie: πρό, ἐκλέγω.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
εκλέγω προηγουμένως
Greek Monotonic
προεκλέγω: μέλ. -ξω, συλλέγω χρήματα που δεν οφείλονται ακόμα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προεκλέγω: (за)ранее собирать, взыскивать, взимать (χρήματα προεξειλεγμένα Dem.).