πώλησις: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πώλησις:''' ἡ, [[πώληση]], [[έκθεση]] πραγμάτων προς [[αγορά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πώλησις:''' ἡ, [[πώληση]], [[έκθεση]] πραγμάτων προς [[αγορά]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πώλησις:''' εως ἡ продажа Xen., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A selling, sale, X.Oec.3.9, Arist.EE1232a3, BGU184.1 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 827] ἡ, das Verkaufen, der Verkauf, Xen. Oec. 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πώλησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πωλεῖν, κοινῶς «πούλησις», ἄλλως τε καὶ τῶν αὐτῶν ὄντων ἀγαθῶν εἴς τε τὴν χρῆσιν καὶ
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vente.
Étymologie: πωλέω.
Greek Monotonic
πώλησις: ἡ, πώληση, έκθεση πραγμάτων προς αγορά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πώλησις: εως ἡ продажа Xen., Arst.