πριονώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πριονώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πριόνι]], σε Ανθ. (<i>ῐ</i>, [[χάριν]] μέτρου).
|lsmtext='''πριονώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πριόνι]], σε Ανθ. (<i>ῐ</i>, [[χάριν]] μέτρου).
}}
{{elru
|elrutext='''πρῐονώδης:''' (ῐ) пилообразный, зазубренный (κῶλα, sc. τέττιγος Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῑονώδης Medium diacritics: πριονώδης Low diacritics: πριονώδης Capitals: ΠΡΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: prionṓdēs Transliteration B: prionōdēs Transliteration C: prionodis Beta Code: prionw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a saw, serrated, Thphr.HP1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. -δῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]

German (Pape)

[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πρίων, -ονος)
πριονοειδής, πριονωτόςτόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.).
επίρρ...
πριονωδῶς Α
με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.

Greek Monotonic

πριονώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πριόνι, σε Ανθ. (, χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

πρῐονώδης: (ῐ) пилообразный, зазубренный (κῶλα, sc. τέττιγος Anth.).