σκολιότης: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.
|lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιότης:''' ητος ἡ извилистость, изогнутость (τῆς καμπῆς Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐότης Medium diacritics: σκολιότης Low diacritics: σκολιότης Capitals: ΣΚΟΛΙΟΤΗΣ
Transliteration A: skoliótēs Transliteration B: skoliotēs Transliteration C: skoliotis Beta Code: skolio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A crookedness, σ. τῆς καμπῆς, of a Parthian bow, Plu.Crass.24: in pl., the windings of a stream, Str.10.2.19; of windings generally, Id.12.8.15.    II metaph., inequality, σκολιότητα ἔχειν to be unequally affected, Hp.Acut. (Sp.) 22.    2 of men, crookedness, dishonesty, LXX Ez.16.5.

German (Pape)

[Seite 902] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιότης: -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ κυρτότης, τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ἄνισον, σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον ἦθος, ἀπιστία, ἀδικία, Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
sinuosité ; courbure.
Étymologie: σκολιός.

Greek Monotonic

σκολιότης: -ητος, ἡ, δυστροπία, αδικία, απάτη, δόλος, διαστροφή, σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σκολιότης: ητος ἡ извилистость, изогнутость (τῆς καμπῆς Plut.).