σαυλόομαι: Difference between revisions
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαυλόομαι:''' ([[σαῦλος]]), Παθ., κινούμαι με [[θηλυπρέπεια]], [[χορεύω]] ναζιάρικα, [[ακκίζομαι]], κάνω νάζια, σε Ευρ. | |lsmtext='''σαυλόομαι:''' ([[σαῦλος]]), Παθ., κινούμαι με [[θηλυπρέπεια]], [[χορεύω]] ναζιάρικα, [[ακκίζομαι]], κάνω νάζια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαυλόομαι:''' манерно двигаться, томно танцевать (ἀοιδαῖς βαρβίτων Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:28, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass., (σαῦλος)
A swagger, dance affectedly, ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι E.Cyc.40, cf. Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 865] sich zärtlich, weichlich, weibisch bewegen, spröde, vornehm thun, bes. in Gang und Tanz; πρὸς ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι, Eur. Cycl. 40, wie σαῦλα βαδίζειν, vgl. Luc. Lex. 10; Hesych. erkl. τρυφᾶν, θρύπτεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
σαυλόομαι: Παθ., (σαῦλος) σείομαι ὑπερηφάνως, ὀρχοῦμαι μετὰ προσποιήσεως, κινοῦμαι θηλυπρεπῶς, ἀκκίζομαι, ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι Εὐρ. Κύκλ. 40, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυλοῦσθαι· τρυφᾶν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι».
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
marcher ou danser d’une allure efféminée.
Étymologie: σάλος.
Greek Monotonic
σαυλόομαι: (σαῦλος), Παθ., κινούμαι με θηλυπρέπεια, χορεύω ναζιάρικα, ακκίζομαι, κάνω νάζια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σαυλόομαι: манерно двигаться, томно танцевать (ἀοιδαῖς βαρβίτων Eur.).