σαυλόομαι

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυλόομαι Medium diacritics: σαυλόομαι Low diacritics: σαυλόομαι Capitals: ΣΑΥΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: saulóomai Transliteration B: sauloomai Transliteration C: savloomai Beta Code: saulo/omai

English (LSJ)

Pass., (σαῦλος) swagger, dance affectedly, ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι E.Cyc.40, cf. Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 865] sich zärtlich, weichlich, weibisch bewegen, spröde, vornehm thun, bes. in Gang und Tanz; πρὸς ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι, Eur. Cycl. 40, wie σαῦλα βαδίζειν, vgl. Luc. Lex. 10; Hesych. erkl. τρυφᾶν, θρύπτεσθαι.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
marcher ou danser d'une allure efféminée.
Étymologie: σάλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαυλόομαι [σαῦλος] heupwiegend dansen.

Russian (Dvoretsky)

σαυλόομαι: манерно двигаться, томно танцевать (ἀοιδαῖς βαρβίτων Eur.).

Greek Monotonic

σαυλόομαι: (σαῦλος), Παθ., κινούμαι με θηλυπρέπεια, χορεύω ναζιάρικα, ακκίζομαι, κάνω νάζια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σαυλόομαι: Παθ., (σαῦλος) σείομαι ὑπερηφάνως, ὀρχοῦμαι μετὰ προσποιήσεως, κινοῦμαι θηλυπρεπῶς, ἀκκίζομαι, ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι Εὐρ. Κύκλ. 40, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυλοῦσθαι· τρυφᾶν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι».

Middle Liddell

σαυλόομαι, σαῦλος
Pass. to swagger, dance affectedly, Eur.