στεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεπτός:''' -ή, -όν ([[στέφω]]), [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στεπτός:''' -ή, -όν ([[στέφω]]), [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στεπτός]], ή, όν [[στέφω]]<br />[[crowned]], Anth.
}}
}}

Revision as of 01:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτός Medium diacritics: στεπτός Low diacritics: στεπτός Capitals: ΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: steptós Transliteration B: steptos Transliteration C: steptos Beta Code: stepto/s

English (LSJ)

ή, όν, (στέφω)

   A crowned, prob. l. in APl.4.306 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 936] bekränzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτός: -ή, -όν, (στέφω) ἐστεμμένος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 306.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couronné.
Étymologie: στέφω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στέφω
αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος.

Greek Monotonic

στεπτός: -ή, -όν (στέφω), στεφανωμένος, εστεμμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

στεπτός, ή, όν στέφω
crowned, Anth.