συγκατεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατεύχομαι:''' μέλ. <i>-εύξομαι</i>, αποθ., [[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]] από κοινού για [[κάτι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''συγκατεύχομαι:''' μέλ. <i>-εύξομαι</i>, αποθ., [[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]] από κοινού για [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατεύχομαι:''' <b class="num">1)</b> одновременно просить, вымаливать (τι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно призывать в молитвах (Геракла и Иолая) Plut.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεύχομαι Medium diacritics: συγκατεύχομαι Low diacritics: συγκατεύχομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synkateúchomai Transliteration B: synkateuchomai Transliteration C: sygkateychomai Beta Code: sugkateu/xomai

English (LSJ)

   A join in praying for, ταῦτα S.Ant.1336.    II pray to together with another deity, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich erflehen, bitten, ὧν ἐρῶ μέν, τα ῦτα συγκατευξάμην, Soph. Ant. 1336; – im Gebet mit anrufen, Plut de frat. am. E.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεύχομαι: ἀποθ., κατεύχομαι ὁμοῦ, ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, ταῦτα συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. προσεύχομαι εἴς τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 492D.

French (Bailly abrégé)

1 prier en même temps;
2 faire vœu en même temps.
Étymologie: σύν, κατεύχομαι.

Greek Monolingual

Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.

Greek Monolingual

Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατεύχομαι: μέλ. -εύξομαι, αποθ., προσεύχομαι, ικετεύω από κοινού για κάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατεύχομαι: 1) одновременно просить, вымаливать (τι Soph.);
2) одновременно призывать в молитвах (Геракла и Иолая) Plut.