συμμετίσχω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμετίσχω:''' = [[συμμετέχω]], σε Σοφ. | |lsmtext='''συμμετίσχω:''' = [[συμμετέχω]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμετίσχω:''' Soph. = [[συμμετέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
=
A συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.
German (Pape)
[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.
Greek (Liddell-Scott)
συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
French (Bailly abrégé)
c. συμμετέχω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.
Greek Monotonic
συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.