συμπέρθω: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπέρθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταστρέφω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ. | |lsmtext='''συμπέρθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταστρέφω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A destroy with or together, E.Hel.106 (tm.).
German (Pape)
[Seite 986] (s. πέρθω), mit zerstören, in tmesi, ξύν γε πέρσας, Eur. Hel. 105.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέρθω: καταστρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monotonic
συμπέρθω: μέλ. -σω, καταστρέφω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten.