συνεξαπατάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξᾰπᾰτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξαπατώ]] επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεξᾰπᾰτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξαπατώ]] επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξᾰπᾰτάω:''' вместе или одновременно обманывать Dem.: τοῦ Γέλωνος ἐξαπατωμένου, συνεξαπατώμενος ὁ [[Νεοπτόλεμος]] Plut. когда был обманут Гелон, вместе с ним обманут был и Неоптолем.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰπᾰτάω Medium diacritics: συνεξαπατάω Low diacritics: συνεξαπατάω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΠΑΤΑΩ
Transliteration A: synexapatáō Transliteration B: synexapataō Transliteration C: syneksapatao Beta Code: sunecapata/w

English (LSJ)

   A deceive together or also, D.23.159:—Pass., Id.16.2, Str.14.1.24; ὁ Συνεξαπατῶν, name of a play by Bato.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰπᾰτάω: ἐξαπατῶ ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, εἰ μὴ ξυνηπάτουν αὐτοὶ Δημ. 673. 2. ― Παθητ., ξυνηπατημένων ὑμῶν ὁ αὐτ. 202. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tromper avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαπατάω.

Greek Monotonic

συνεξᾰπᾰτάω: μέλ. -ήσω, εξαπατώ επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰπᾰτάω: вместе или одновременно обманывать Dem.: τοῦ Γέλωνος ἐξαπατωμένου, συνεξαπατώμενος ὁ Νεοπτόλεμος Plut. когда был обманут Гелон, вместе с ним обманут был и Неоптолем.