συνοφρυόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοφρυόομαι:''' μέλ. <i>-ωφρύωμαι</i> ([[ὀφρῦς]]), Παθ., [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, [[κατσουφιάζω]]· <i>ξυνωφρυωμένη</i>, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· <i>ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ</i>, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.
|lsmtext='''συνοφρυόομαι:''' μέλ. <i>-ωφρύωμαι</i> ([[ὀφρῦς]]), Παθ., [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, [[κατσουφιάζω]]· <i>ξυνωφρυωμένη</i>, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· <i>ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ</i>, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοφρυόομαι:''' стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοφρῠόομαι Medium diacritics: συνοφρυόομαι Low diacritics: συνοφρυόομαι Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΟΟΜΑΙ
Transliteration A: synophryóomai Transliteration B: synophryoomai Transliteration C: synofryoomai Beta Code: sunofruo/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.

Greek Monotonic

συνοφρυόομαι: μέλ. -ωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.