σφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφαιρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίζω]] με τη [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[τόπι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σφαιρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίζω]] με τη [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[τόπι]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρίζω Medium diacritics: σφαιρίζω Low diacritics: σφαιρίζω Capitals: ΣΦΑΙΡΙΖΩ
Transliteration A: sphairízō Transliteration B: sphairizō Transliteration C: sfairizo Beta Code: sfairi/zw

English (LSJ)

Lacon. φαιρίδδω Hsch.:—

   A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc.    II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῑρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».

Greek Monotonic

σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.