ταλάσιος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰλάσιος:''' -ον (*[[τλάω]]), αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν. | |lsmtext='''τᾰλάσιος:''' -ον (*[[τλάω]]), αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλάσιος:''' (λᾰ) шерстопрядильный (ἔργα Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ταλασήϊος, ἔργα X.Oec.7.6.
German (Pape)
[Seite 1065] = ταλάσειος; ταλάσια ἔργα Xen. Oec. 7, 6, u. VLL.; vgl. Plut. qu. Rom. 31.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλάσιος: -ον, ἴδε ταλάσειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l’art de filer.
Étymologie: τλῆναι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τᾰλάσιος: -ον (*τλάω), αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλάσιος: (λᾰ) шерстопрядильный (ἔργα Xen.).