συντροχάζω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συντροχάζω:''' όπως το [[συντρέχω]], [[τρέχω]] μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συντροχάζω:''' όπως το [[συντρέχω]], [[τρέχω]] μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντροχάζω:''' <b class="num">1)</b> бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A run together or with, LXX Ec.12.6, AP7.417 (Mel.), Anacreont.29.3, Plu.Ages.36, Plot.2.4.8:—also συντροχάω, Man.2.492.
Greek (Liddell-Scott)
συντροχάζω: ὡς τὸ συντρέχω, τρέχω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.
French (Bailly abrégé)
c. συντρέχω.
Étymologie: σύν, τροχάζω.
Greek Monolingual
Α
τρέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τροχάζω, άλλος τ. αντί του τρέχω.
Greek Monotonic
συντροχάζω: όπως το συντρέχω, τρέχω μαζί ή παραπλεύρως, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συντροχάζω: 1) бежать вместе, сбегаться (Anacr.; πρός τινα Plut.);
2) aor. присоединиться, быть вместе, (συντροχάσας Χάρισιν Anth.).