ταὐτό: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6) |
(4b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταὐτό:''' Αττ. [[ταὐτόν]], Ιων. [[τωὐτό]], [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]], <i>τὸν αὐτόν</i>. | |lsmtext='''ταὐτό:''' Αττ. [[ταὐτόν]], Ιων. [[τωὐτό]], [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]], <i>τὸν αὐτόν</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταὐτό:''' in crasi = τὸ [[αὐτό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:32, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὸ αὐτό, neutre de ὁ αὐτός.
Greek Monotonic
ταὐτό: Αττ. ταὐτόν, Ιων. τωὐτό, κράση αντί τὸ αὐτό, τὸν αὐτόν.
Russian (Dvoretsky)
ταὐτό: in crasi = τὸ αὐτό.