τρωχάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρωχάω:''' Επικ. αντί [[τρέχω]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[καλπάζω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''τρωχάω:''' Επικ. αντί [[τρέχω]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[καλπάζω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωχάω:''' эп. (только praes. и impf. [[τρώχων]]) = [[τρέχω]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωχάω Medium diacritics: τρωχάω Low diacritics: τρωχάω Capitals: ΤΡΩΧΑΩ
Transliteration A: trōcháō Transliteration B: trōchaō Transliteration C: trochao Beta Code: trwxa/w

English (LSJ)

Ep. for τρέχω,

   A run, gallop, ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Il. 22.163, cf. Od.6.318, A.R.3.874.

Greek (Liddell-Scott)

τρωχάω: Ἐπικ. ἀντὶ τρέχω, τρέχω, καλπάζω, ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Ἰλ. Χ. 163· ― πρβλ. Ὀδ. Ζ. 318, καὶ ἴδε ἐν λέξ. πλίσσομαι· πρβλ. τρωπάω, στρωφάω, κλπ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. τρέχω.

English (Autenrieth)

(τρέχω), ipf. τρώχων: run.

Greek Monotonic

τρωχάω: Επικ. αντί τρέχω, τρέχω γρήγορα, καλπάζω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τρωχάω: эп. (только praes. и impf. τρώχων) = τρέχω.