ὕπαιθα: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπαιθᾰ:''' ([[ὑπαί]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> έξω και [[κάτω]] από, [[πλαγίως]], προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> πρόθ. με γεν., [[κάτω]] από, στην [[άκρη]], στο ίδ. | |lsmtext='''ὕπαιθᾰ:''' ([[ὑπαί]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> έξω και [[κάτω]] από, [[πλαγίως]], προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> πρόθ. με γεν., [[κάτω]] από, στην [[άκρη]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπαιθᾰ:''' <b class="num">I</b> adv. вбок, в сторону, прочь (λιάζεσθαι Hom.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. рядом с (ὕ. τινος Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ὑπό, ὑπαί)
A out under, under and away, ὕ. λιάσθη yielded before him, under his attack, Il.15.520; ποταμὸς . . ὕ. ῥέων 21.271; ἡ δὲ [πέλεια] ὕ. φοβεῖται 22.141; κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕ. νάπη A.R.2.735. II Prep. with gen. under, αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον (sc. αἱ ἀμφίπολοι) under him, so as to support him, Il.18.421; of one shrinking under an attack, ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ' 21.255. (Expld. as εἰς τὸ ἰθὺ καὶ ἀντικρὺ καὶ ἔμπροσθεν in Eust. 1030.20, cf. 1234.11, 1262.61; as ἐκ πλαγίου in Sch.A.R. l.c., denied or doubted by Eust. ll. cc.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαιθᾰ: Ἐπίρρ., (ὑπό, ὑπαί), ὕπαιθα λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· ποταμός... ὕπ. ῥέων, κάτωθεν ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ [[[πέλεια]]] ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. μετὰ γενικ., αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 en se baissant, en dessous;
2 de côté, obliquement ; avec un gén. : en se détournant.
Étymologie: ὑπαί, -θα.
English (Autenrieth)
out from under, sidewise, Il. 15.520 ; τινός, sidewise away, at one's side, Il. 18.421.
Greek Monotonic
ὕπαιθᾰ: (ὑπαί), επίρρ.,
I. έξω και κάτω από, πλαγίως, προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πρόθ. με γεν., κάτω από, στην άκρη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαιθᾰ: I adv. вбок, в сторону, прочь (λιάζεσθαι Hom.).
II praep. cum gen. рядом с (ὕ. τινος Hom.).