ὑπάνειμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπάνειμι:''' ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[επέρχομαι]], [[διεισδύω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπάνειμι:''' ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[επέρχομαι]], [[διεισδύω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπάνειμι:''' понемногу взбираться, ползти вверх: ἡ [[ποδάγρα]] ὑπανιοῦσα Luc. начинающийся приступ подагры.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάνειμι Medium diacritics: ὑπάνειμι Low diacritics: υπάνειμι Capitals: ΥΠΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: hypáneimi Transliteration B: hypaneimi Transliteration C: ypaneimi Beta Code: u(pa/neimi

English (LSJ)

(

   A εἶμι ibo) come on, creep on, Luc.Merc.Cond.39.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπέρχομαι κατὰ μικρόν, ὑπανερπύζω, τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ὑπανιών;
monter un peu.
Étymologie: ὑπό, ἄνειμι.

Greek Monolingual

Α
επέρχομαι βαθμηδόν («τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῡσαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄνειμι «ανέρχομαι»].

Greek Monotonic

ὑπάνειμι: (εἶμι, ibo), επέρχομαι, διεισδύω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάνειμι: понемногу взбираться, ползти вверх: ἡ ποδάγρα ὑπανιοῦσα Luc. начинающийся приступ подагры.