ὑπαισχύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαισχύνομαι:''' несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л.
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαισχύνομαι Medium diacritics: ὑπαισχύνομαι Low diacritics: υπαισχύνομαι Capitals: ΥΠΑΙΣΧΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: hypaischýnomai Transliteration B: hypaischynomai Transliteration C: ypaischynomai Beta Code: u(paisxu/nomai

English (LSJ)

[ῡν], Pass.,

   A to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.

German (Pape)

[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.

French (Bailly abrégé)

éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.

Greek Monolingual

Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].

Greek Monotonic

ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαισχύνομαι: несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л.