τρίσπονδος: Difference between revisions
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που έχει χυθεί [[τρεις]] φορές για [[σπονδή]], <i>τρίσπονδαι χοαί</i>, [[τριπλή]] [[σπονδή]] προς [[τιμή]] των [[νεκρών]] από [[μέλι]], [[γάλα]] και [[κρασί]], σε Σοφ. | |lsmtext='''τρίσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που έχει χυθεί [[τρεις]] φορές για [[σπονδή]], <i>τρίσπονδαι χοαί</i>, [[τριπλή]] [[σπονδή]] προς [[τιμή]] των [[νεκρών]] από [[μέλι]], [[γάλα]] και [[κρασί]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίσπονδος:''' (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thrice-poured, τ. χοαί a triple drink-offering to the dead, of honey, milk, and wine, S.Ant.431.
German (Pape)
[Seite 1148] dreifach gespendet, χοαὶ τρίσπονδοι, die Todtenopfer, wobei Honig, Milch u. Wein gespendet wurde, Soph. Ant. 427. – Uebtr., τρίσπονδος αἰών, ein Leben mit vielen Spenden, oder unter Gelagen hingebrachtes Leben, s. τριτόσπονδος.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσπονδος: -ον, ὁ τρὶς χυθεὶς ἐν εἴδει σπονδῆς, τρ. χοαί, τριπλῆ σπονδὴ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, ἐκ μέλιτος, γάλακτος καὶ οἴνου, χοαῖσι τρισπόνδοις τὸν νέκυν στέφει Σοφ. Ἀντ. 431, πρβλ. Ὀδ. Λ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois libations ; τρίσπονδοι χοαί SOPH libation d’un triple mélange, càd de lait, de miel et de vin.
Étymologie: τρεῖς, σπονδή.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «τρίσπονδοι χοαί» — τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί-σπονδος].
Greek Monotonic
τρίσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που έχει χυθεί τρεις φορές για σπονδή, τρίσπονδαι χοαί, τριπλή σπονδή προς τιμή των νεκρών από μέλι, γάλα και κρασί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρίσπονδος: (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина).