Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυγῳδία: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠγῳδία:''' ἡ, = [[κωμῳδία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρῠγῳδία:''' ἡ, = [[κωμῳδία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠγῳδία:''' ἡ Arph. = [[κωμῳδία]] (см. [[τρυγῳδός]]).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγῳδία Medium diacritics: τρυγῳδία Low diacritics: τρυγωδία Capitals: ΤΡΥΓΩΔΙΑ
Transliteration A: trygōidía Transliteration B: trygōdia Transliteration C: trygodia Beta Code: trugw|di/a

English (LSJ)

ἡ, Com. word (with parody on τραγῳδία) for κωμῳδία, Ar.Ach.499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with

   A lees (τρύξ) or because new wine was given as a prize, cf. Sch.adloc., Anon.Proll.Com. in CGFp.7 K., etc.; or because comedy was acted at the season of vintage (τρύγη), Ath. 2.40b).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρυγῳδός
κωμική λ. αντί της λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή του τρύγου.

Greek Monotonic

τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγῳδία: ἡ Arph. = κωμῳδία (см. τρυγῳδός).