τρυγῳδία

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγῳδία Medium diacritics: τρυγῳδία Low diacritics: τρυγωδία Capitals: ΤΡΥΓΩΔΙΑ
Transliteration A: trygōidía Transliteration B: trygōdia Transliteration C: trygodia Beta Code: trugw|di/a

English (LSJ)

ἡ, Com. word (with parody on τραγῳδία) for κωμῳδία, Ar.Ach.499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with lees (τρύξ) or because new wine was given as a prize, cf. Sch.adloc., Anon.Proll.Com. in CGFp.7 K., etc.; or because comedy was acted at the season of vintage (τρύγη), Ath. 2.40b).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγῳδία -ας, ἡ [τρυγῳδός] droesem-zang, kom. woord voor komedie.

German (Pape)

ἡ, = κωμῳδία, Ar. Ach. 473, 474.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγῳδία: ἡ Arph. = κωμῳδία (см. τρυγῳδός).

Greek Monolingual

ἡ, Α τρυγῳδός
κωμική λ. αντί της λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή του τρύγου.

Greek Monotonic

τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296.

Middle Liddell

τρῠγῳδία, ἡ, = κωμῳδία, Ar.]