ὑπερθαύμαστος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερθαύμαστος:''' -ον, ο πιο [[αξιοθαύμαστος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑπερθαύμαστος:''' -ον, ο πιο [[αξιοθαύμαστος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερθαύμαστος:''' изумительный, чудесный Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.
Greek Monotonic
ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθαύμαστος: изумительный, чудесный Anth.