τοτοῖ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοτοῖ:''' σχετλιαστικό επιφών., σε Αισχύλ.· [[τοτοτοῖ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''τοτοῖ:''' σχετλιαστικό επιφών., σε Αισχύλ.· [[τοτοτοῖ]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=an exclam., Aesch.; [[τοτοτοῖ]], Soph.
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοτοῖ Medium diacritics: τοτοῖ Low diacritics: τοτοί Capitals: ΤΟΤΟΙ
Transliteration A: totoî Transliteration B: totoi Transliteration C: totoi Beta Code: totoi=

English (LSJ)

Interj. in Trag. lyr., A.Pers.551,561; τοτοτοῖ, S.Tr.1010; cf. ὀτοτοῖ.

German (Pape)

[Seite 1132] Interjection des Schmerzes, wie ὀτοτοῖ, Aesch. Pers. 543. 553.

Greek (Liddell-Scott)

τοτοῖ: ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν, Ξέρξης δ’ ἀπώλεσεν, τοτοῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 551· νᾶες δ’ ἀπώλεσαν, τοτοῖ αὐτόθι 561· - τοτοτοῖ, ἧπταί μου, τοτοτοῖ ἡ δ’ αὖθ’ ἕρπει Σοφ. Τρ. 1009, πρβλ. ὀτοτοῖ.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de douleur.

Greek Monolingual

και τοτοτοῑ Α
(επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ' ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ.
β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ' αὖθ' ἕρπει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ.

Greek Monotonic

τοτοῖ: σχετλιαστικό επιφών., σε Αισχύλ.· τοτοτοῖ, σε Σοφ.

Middle Liddell

an exclam., Aesch.; τοτοτοῖ, Soph.