ὑπερφθέγγομαι: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερφθέγγομαι:''' αποθ., ηχώ, ακούγομαι, [[φωνάζω]] δυνατώτερα, τὰ ἔργα [[ὑπερφθέγγομαι]] τοὺς λόγους, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπερφθέγγομαι:''' αποθ., ηχώ, ακούγομαι, [[φωνάζω]] δυνατώτερα, τὰ ἔργα [[ὑπερφθέγγομαι]] τοὺς λόγους, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερφθέγγομαι:''' <b class="num">1)</b> громогласно читать, громко декламировать (τοὺς διθυράμβους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заглушать, (стараться) перекричать, превзойти или затмить (τὸν Ὃμηρον εὐεπείᾳ Plut.; τὰ ἔργα ὑπερφθέγγεται τοὺς λόγους Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A speak louder than, τὰ ἔργα ὑ. τοὺς λόγους Luc. Tox.35; τῷ λόγῳ ὑπερφθέγγονται τὴν ἀλήθειαν they shout down the truth, Gal.8.808, cf. UP8.2; εὐεπείᾳ τὸν Ὅμηρον ὑ. excel Homer therein, Plu.2.396d.
German (Pape)
[Seite 1203] übertönen, überschreien, Plut. u. a. Sp.; bes. übtr., Luc. Tox. 35; S. Emp. pyrrh. 3, 244.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφθέγγομαι: ἀποθ. φθέγγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, καὶ μάλιστα ὅταν τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, ὑπερέχω κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D.
French (Bailly abrégé)
1 crier ou retentir plus fort que, acc.;
2 prononcer d’une voix sonore, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φθέγγομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.)
2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»].
Greek Monotonic
ὑπερφθέγγομαι: αποθ., ηχώ, ακούγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, τὰ ἔργα ὑπερφθέγγομαι τοὺς λόγους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφθέγγομαι: 1) громогласно читать, громко декламировать (τοὺς διθυράμβους Plut.);
2) заглушать, (стараться) перекричать, превзойти или затмить (τὸν Ὃμηρον εὐεπείᾳ Plut.; τὰ ἔργα ὑπερφθέγγεται τοὺς λόγους Luc.).